εποικοδομώ — (AM ἐποικοδομῶ, έω) οικοδομώ, χτίζω επάνω σε προϋπάρχοντα θεμέλια ή οικοδομή (α. «ἐποικοδομήσαντες δὲ αὐτὸ οἱ Ἀθηναῑοι ὑψηλότερον τὸ τεῑχος» β. «ἐπὶ ταύτης οἷον κρηπῑδος μονίμου ἐποικοδομεῑν δυνατόν») αρχ. μσν. 1. ανοικοδομώ («ἐπῳκοδόμει δὲ τὸ… … Dictionary of Greek
εποικοδομώ — εποικοδόμησα, εποικοδομήθηκα, εποικοδομημένος, μτβ. 1. οικοδομώ πάνω σε οικοδομή που προϋπήρχε. 2. μτφ., στηρίζομαι σε όσα ειπώθηκαν και διατυπώνω νέες σκέψεις και νέα επιχειρήματα. 3. μτφ., συντελώ στην ηθικοποίηση κάποιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίθω — αἴθω (Α) 1. ανάβω, καίω (χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 2. (αμτβ.) φλέγομαι, λάμπω 3. παθ. φλέγομαι, καίγομαι (στον Όμηρο μόνο στη μετοχή: «πυρὸς μένος αἰθομένοιο») 4. Στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα από την ύπαρξη κυρίου ονόματος… … Dictionary of Greek
επιναυπηγώ — ἐπιναυπηγῶ, έω (Α) εποικοδομώ, συναρμολογώ επάνω στο κατάστρωμα τού πλοίου («ἐπιναυπηγοῡνται πυργοῡχοι καὶ ἐπ’ αὐτῶν πυργία δύο») … Dictionary of Greek
προεποικοδομώ — έω, Μ κτίζω προηγουμένως πάνω σε υπάρχουσα οικοδομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐποικοδομῶ «κτίζω πάνω σε προϋπάρχουσα οικοδομή»] … Dictionary of Greek
προσεπιδομώ — έω, Μ κτίζω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιδομῶ «εποικοδομώ»] … Dictionary of Greek
προσεποικοδομώ — έω, Μ [ἐποικοδομῶ] οικοδομώ κάτι ακόμη, κάνω προσθήκη στην οικοδομή … Dictionary of Greek
συνεποικοδομώ — έω, Α [ἐποικοδομῶ] συμμετέχω στην ανοικοδόμηση … Dictionary of Greek